- θωπικός
- θωπικός, -ή, -όν (Α) [θωψ]θωπευτικός*. Επίρ. θωπικῶς (Α)θωπευτικώς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θωπικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωπικόν — θωπικός masc acc sg θωπικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωπικαί — θωπικός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωπικῶς — θωπικός adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωψ — θώψ, ωπός ὁ (Α) 1. ο κόλακας, αυτός που υποθάλπει ανειλικρινώς τον εγωισμό και τη ματαιοδοξία κάποιου («ἤν τε θεραπεύη τις κάρτα, ἄχθεται ἅτε θωπί» αν κανείς τόν περιποιείται πάρα πολύ, τόν υποπτεύεται ως κόλακα, Ηρόδ.) 2. ως επίθ. φρ. «θῶπες… … Dictionary of Greek